χρυσεόταρσος

χρυσεόταρσος
-ον, Α
1. αυτός που έχει χρυσούς ταρσούς
2. αυτός που έχει χρυσά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσ[ο]-*) + ταρσός «πόδι, αστράγαλος» (πρβλ. εὔ-ταρσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”